Σημειολογικό Οδόφραγμα Ενάντια Στην Παγκοσμιοποίηση, τον Νεοφιλελευθερισμό και την Ιδιωτεία, τους Εξουσιομανείς και τους Τσανακογλείφτες τους, στην Μαζική κουλτούρα, και στον Καταναλωτισμό Πάσης Φύσεως…
συνέντευξη της Όλιας Λαζαρίδου, στους Μαρία Δέδε και τον Βασίλη Κ. Καλαμαρά
Βιολέτα. Βαθύ, ζαλιστικό το άρωμά της. Σαν τη μυρωδιά του Πάσχα. Αυτό των παιδικών μας χρόνων αλλά και των κατοπινών, όταν αναζητάμε κάπου να ακουμπήσουμε. Η θυσία. Ο θάνατος. Η ανάσταση. Στοιχεία του θείου δράματος. Το καθεμέρα της ανθρώπινης ζωής.
«Στου ιερού Λυκαβηττού το σκούφο»συναντήσαμε την Όλια Λαζαρίδου.Κυριακή των Βαΐων. Μεσημέρι. Κοπιαστική η βδομάδα που πέρασε. Των Παθών, αυτή που μόλις ξεκινούσε. Ανάμεσα στις μυρωδιές της άνοιξης, τις μαργαρίτες και τα χαμομήλια που ξεφύτρωσαν σε μια πλαγιά, μέσα στο κέντρο της πόλης, στα Βήματα των νέων ανθρώπων που έστησαν τις δικές τους παρέες και πορεύονταν. Κάτω από τον ήλιο, μπροστά από τις σκιές μας. Η ηθοποιός βιώνει την ιεροτελεστία του Πάσχα όπως τη βίαιη έκρηξη της άνοιξης. Αφουγκράζεται μέσα στην ίδια την ανθρώπινη ζωή το θαύμα της Ανάστασης: «Νομίζω κάθε αλλαγή προϋποθέτει έναν θάνατο, μια παραίτηση από κάτι». Αναπλάθει εικόνες «όταν ο παπάς κλοτσώντας την πόρτα και φωνάζοντας “Αρατε πύλας” ξαναμπαίνει στην εκκλησία μετά την Ανάσταση το βράδυ του Σαββάτου», μα πάνω απ’ όλα είναι αυτό το άρωμα βιολέτας που αναδύεται…
ΕΡ.: Πώς λειτουργεί το Πάσχα για σας;
«Είναι μια συμβολική απογείωση, όπου τα πράγματα που ζει κανείς μέσα σε μια λάσπη καθημερινότητας δικαιώνονται με έναν τρόπο μεταφορικό και συμβολικό…»
ΕΡ.: Εχει αλλάξει το αίσθημά σας απέναντι στο Πάσχα ή είναι όπως τότε που ήσασταν παιδί;
«Έχει ισχυροποιηθεί. Η ζωή μου ήταν ένας χαοτικός αυτοσχεδιασμός. Δεν έχω μνήμες από αυτά τα χρόνια, οπότε μεγαλώνοντας, ως αντίβαρο, ψάχνω να βρω ορισμένες ιεροτελεστίες, κάποιες σταθερές που να σου δίνουν την αίσθηση ότι μπορείς κάπου να ακουμπήσεις. Δυστυχώς, είναι λίγες οι ιεροτελεστίες που μπορούν να με πείσουν. Το Πάσχα και όλη η διαδικασία είναι ένας πολύ βαθύς, γνήσιος και ολοκληρωμένος ποιητικός συμβολισμός. Είναι κάτι που με πείθει. Λειτουργεί επάνω μου και κάθε χρόνο καταφέρνει και με συγκινεί βαθιά.»
ΕΡ.: Λόγω πίστης, θρησκευτικού αισθήματος, τελετουργίας; Ποιο απ’ όλα αυτά;
«Ακολουθώ τα πράγματα που καταφέρνουν να με πείσουν. Επειτα, υπάρχει μια αντιστοιχία στη συγκεκριμένη ιεροτελεστία, στο τυπικό της εκκλησίας και σ’ αυτό που συμβαίνει γύρω μας, ιδίως την άνοιξη, στη φύση. Θυμάμαι κάτι που μ’ έχει συγκινήσει: Σε μια εκκλησία της Σίφνου έμεινα στην αναστάσιμη λειτουργία, που είναι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει στην Ορθοδοξία. Είναι αυτό το “Αρατε πύλας” που λέει ο παπάς. Ήταν ένας πολύ γειωμένος άνθρωπος, ο οποίος ξαναμπήκε στην εκκλησία κλοτσώντας την πόρτα και φωνάζοντας “Αρατε πύλας”. Ηταν τρομακτικά βίαιο. Ετσι σκληρή και βίαιη εποχή είναι και η άνοιξη.»
ΕΡ.: Για τι είδους σκληρότητα μιλάτε;
«Για να γίνει μια ανάσταση, πρέπει να επέλθει πρώτα ένας θάνατος. Πρέπει να νεκρωθεί το παλιό για να φυτρώσει το καινούργιο. Νομίζω κάθε αλλαγή προϋποθέτει έναν θάνατο, μια παραίτηση από κάτι. Αυτό το βιώνει κανείς πάρα πολύ μέσα στην πορεία της ζωής του. Το ξέρει και το αναγνωρίζει σ’ ένα τυπικό μιας τελετής μέσα στην εκκλησία…»
ΕΡ.: Και η έννοια της θυσίας όπως λειτουργεί στο θείο δράμα;
«Και αυτό ισχύει στη ζωή. Όταν λέω παραίτηση, αυτό εννοώ. Για να κερδίσεις κάτι καινούργιο, πρέπει κάτι παλιό να θυσιάσεις.»
ΕΡ.: Εσείς τι θυσιάζετε ή τι θα θυσιάζατε δυνητικά;
«Κάθε άνθρωπος θυσιάζει πάρα πολλά πράγματα για να προχωρήσει. Εγώ φέτος κατάλαβα πως για να κερδίσει κάποιος την ελευθερία τού πνεύματος και της ψυχής του, πρέπει να υπερασπίζεται θυσιάζοντας κάτι, την προσωπικότητά του. Οταν είσαι “δημόσιο πρόσωπο” μπλέκεσαι σ’ ένα παιχνίδι. Την εικόνα που είχαν ή έχουν οι άλλοι για σένα την υιοθετείς και την προφυλάσσεις, ενώ μπορεί να μην είσαι αυτό. Προσπαθώντας να υπερασπιστείς αυτή την εικόνα, καμιά φορά χάνεις την ελευθερία σου…»
ΕΡ.: Η οποία θυσία, τελικά, μήπως κρύβει πίσω της ένα υπερτροφικό, «εγώ», όσο κι αν ακούγεται παράδοξο αυτό;
«Εξαρτάται με ποια μορφή γίνεται. Προσωπικά μ’ αυτές τις έννοιες νιώθω τρομακτικό δέος, γιατί αισθάνομαι ότι οι δικές μου πιθανές θυσίες, που μπορώ να έχω κάνει, είναι σ’ ένα ποιητικό επίπεδο και πολύ μεταφορικό. Σε αντίθεση με τις θυσίες που έχουν κάνει άλλοι άνθρωποι και ίσως δεν θα τις μάθουμε ποτέ. Γι’ αυτό έχω μια επιφύλαξη, γιατί πραγματικά νιώθω ότι, θέλοντας και μη, ένας καλλιτέχνης βρίσκεται μάλλον στον προθάλαμο αυτών των εννοιών. Οι πραγματικά βαθιές θυσίες γίνονται σ’ ένα άλλο επίπεδο. Δεν έχουν σχέση ούτε με τα μίντια ούτε με ποιητικές μεταφορές. Εχουν το ακριβές αντίτιμο της ζωής – μια σταγόνα αίμα, οπότε…»
ΕΡ.: Οπότε δεν έχει νόημα να μιλάμε με ποιητικές μεταφορές ή να δημιουργούμε ποιητικούς συσχετισμούς;
«Αυτό που μπορεί να κάνει ένας καλλιτέχνης είναι να μεταδίδει το αίσθημα και το άρωμα αυτών τών πραγμάτων μ’ όσο πιο ειλικρινή και έντιμο τρόπο.»
ΕΡ.: Μια και μιλήσατε για αρώματα. Το Πάσχα μυρίζει ακόμη στην Ελλάδα; Σας πιάνει μια μυρωδιά στη μύτη;
«Όχι απλώς με πιάνει, με τρελαίνει.»
ΕΡ.: Αρωμα βαρύ, στυφό, γλυκό;
«Για μένα το Πάσχα θα μπορούσε να είναι αυτή η μεθυστική, βαθιά ζαλιστική μυρωδιά της βιολέτας.»
ΕΡ.: Πηγαίνετε στην εκκλησία αυτή την εποχή;
«Ναι, πάω πάντα και κυρίως τα τελευταία χρόνια έχω ανακαλύψει το συγκλονιστικό κομμάτι, μετά την Ανάσταση, στο οποίο μένω. Αυτό το χωρίς περιορισμούς κείμενο του ορθόδοξου τυπικού, που σπάνια κάθεται ο κόσμος να το ακούσει και που με δυο λόγια λέει ότι κι αυτός που έρχεται την τελευταία στιγμή είναι καλοδεχούμενος, γιατί το τραπέζι είναι γεμάτο και τους χωράει όλους.»
ΕΡ.: Είστε εντός του χριστιανικού πνεύματος, το βιώνετε…
«Αυτή η έννοια της απόλυτης δεκτικότητας των πάντων, ότι χωρούν τα πάντα και όλοι εδώ, εμένα μου ταιριάζει πάρα πολύ. Είναι ένα στοίχημα της ζωής το να καταλάβουμε ότι τελικά όλοι στον πυρήνα μας, στο σκληρό κουκούτσι, πέρα από εικόνες, στεγανά και κοινωνικές συνθήκες, είμαστε ίδιοι. Ακόμη και με τον Αλβανό που φοβόμαστε. Ακόμη και με αυτούς τους ανθρώπους, που έχουν καταντήσει ο σκουπιδοτενεκές τού πλανήτη και κάνουν τη βρώμικη οουλεια για λογαριασμό όλων, τα σκιάχτρα και οι μπαμπούλες των φόβων όλων μας, δικαίων ή αδίκων…»
ΕΡ.: Απόλυτη δεκτικότητα;
«Υπάρχει ένας τόπος και μια στιγμή όπου χωράνε όλοι, γιατί είναι ίδιοι.»
ΕΡ.: Ποιο πρόσωπο του θείου δράματος πιστεύετε ότι βρίσκεται πιο κοντά σε εσάς;
«Η Παναγία.»
ΕΡ.: Η Παναγία κάτω από το σταυρό; Αυτή η εικόνα;
«Επειδή είναι ο φορέας του τέλεια στρογγυλού και ακέραιου αισθήματος που για μένα είναι μια απόλυτη εικόνα τού τι είναι θηλυκότητα. Είναι μια πλήρης αγκαλιά.»
ΕΡ.: Πιστεύετε ότι αυτά τα πρόσωπα που μετέχουν στο Θείο Δράμα συναντώνται και στην καθημερινότητα; Είναι ρόλοι που μοιράζονται μια κι έξω ή πού εναλλάσσονται;
«Είναι πτυχές της δικής μας ψυχής και της αντιφατικότητας και της πολυπλοκότητας που έχει η ψυχή ενός ανθρώπου. Οι μαθητές κι όλα τ’ άλλα πρόσωπα του Θείου Δράματος είναι σαν την ψυχή μας – ένα πρίσμα με πολλές πλευρές. Καθένα απ’ αυτά τα πρόσωπα είναι ένα κομμάτι που περιέχει η ψυχή μας.»
ΕΡ.: Η Παναγία σπάει τον καθρέφτη;
«Η Παναγία τα περιέχει όλα. Είναι η πλήρης αγκαλιά, όπου όλα αυτά τα κομμάτια γίνονται ένα μέσα από την απόλυτη αποδοχή… Μόνο μέσα από την απόλυτη αποδοχή και παραδοχή μπορεί ο κάθε άνθρωπος να αισθανθεί ότι όλα αυτά τα κομματάκια μπορούν να ενωθούν. Αυτό είναι το θαύμα της αγάπης, ότι κάνει τα πράγματα που καθρεφτίζονται μέσα σ’ αυτήν, ολόκληρα, τα ενοποιεί και τα δοξάζει…»
Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Μεγάλη Τετάρτη, 15 Απριλίου 1998
Όταν ο καταστασιακός Γκύ Ντεμπόρ συναντά τον συνδυασμό «Αθήνα για την Ελλάδα: Γιώργος Καραμπελιάς, υποψήφιος Δήμαρχος Αθηναίων»
Αν κουράζεστε να με διαβάσετε, μείνετε στη γλυκιά προτροπή μου: Ψηφίστε Γιώργο Καραμπελιά: «Αθήνα για την Ελλάδα». Παρόλα αυτά…:
Γεννήθηκα το 1968 και μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας, στην ιστορική γειτονιά του Αγίου Παύλου, πολύ κοντά στο Σταθμό Λαρίσης και την πλατεία Βάθη.
Σε αυτή τη μικρή γωνιά, γνώρισα την κοινότητα, η οποία αποτέλεσε – ανά τους αιώνες και κάτω από διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα – συστατικό στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού. Την αποκαλούσα- και την αποκαλώ- συχνά συνοικία, το…συν του οίκου μας. Η πραγματική και πνευματική διεύρυνση της ιδιωτικής μας ζωής, που μεταμορφωνόταν σε δημόσιο βίο.
Ήταν ο δημόσιος χώρος, που αγκάλιαζε το παιχνίδι, τη δημιουργία, τις μικροχαρές και τις μικρολύπες, την ευθύνη μας ως πρόσωπα, απέναντι στη μικρή κοινότητα, «τη λαχτάρα για τον έπαινο του Δήμου και των σοφιστών, για τα δύσκολα και ανεκτίμητα εύγε», όπως μας λέει ο Χρήστος Γιανναράς.
Η συνοικία μας, συνδεόταν, παράδοξα και ομόδοξα με όλες εκείνες τις συνοικίες μιας μαγικής πολύβουης πόλης, που απλωνόταν, λίγο πιο πέρα. Η Αθήνα, παρά τις διαφορές της, έμοιαζε μια συνεκτική κοινότητα των συνοικιών και των Προσώπων και όχι η «μοντέρνα» απρόσωπη μεγάπολη, η «α-πολίτιστη» μητρόπολη, όπως κακοποιείται και διαμορφώνεται εδώ και χρόνια, τόσο από το σφυρί ενός κεφαλαιοκρατικού «εκσυγχρονιστικού» παρασιτισμού, όσο και από το αμόνι, ενός αριστερού μηδενιστικού κοσμοπολιτισμού, χωρίς πνευματικό κέντρο.
Επειδή ακόμα και τότε που οι άσχημες πολυκατοικίες της εργολαβίας του Καραμανλή και της χούντας, μας είχαν περικυκλώσει, το καντηλάκι ενός υπαρξιακού πνευματικού «κέντρου», άναβε με ισχυρή φλόγα. Η εκκλησία του Αγίου Παύλου, όριζε και την ομώνυμη Ενορία μας. Εντέλει, «Εν-ορία», δεν ήταν μόνο η πολεοδομική διαίρεση μέσα από τις τοπικές εκκλησίες. Ήταν κάτι περισσότερο και πολύ πιο συμβολικό, σχεδόν «μεταφυσικό».
Όμως, με φυσιολογικό τρόπο, δημιουργούσε τα όρια εντός μας. Τα προσωπικά και δημόσια όριά μας, που δημιουργούσαν την ταυτότητά μας, ως σύν-οικοι. Δηλαδή, ως πρόσωπα που είχαμε αμοιβαίες –ακόμα και στις συγκρούσεις ή στις μικροπρέπειες – κοινοτικές σχέσεις. Στην πλατεία, στα σχολεία, στα καφενεία και τα μικρομάγαζα της γειτονιάς. Η υπαρξιακή αυτή «ενορία» μας, ήταν, καθόλου παραδόξως, ανοικτή και όχι κλειστοφοβική. Όταν περνούσες την οδό Λιοσίων, για να ανοιχτείς στην υπόλοιπη Αθήνα, ήξερες από πού έρχεσαι. Ήσουν αγιοπαυλίτης. Αυτό σου έδινε τόσο ασφάλεια, όσο και την ευδαιμονία της αναζήτησης και της γνωριμίας με άλλες ανάλογες συνοικίες και πρόσωπα.
Καραμπελιάς και Ντεμπόρ
Όταν ο συνδυασμός «Αθήνα για την Ελλάδα: Γιώργος Καραμπελιάς, υποψήφιος Δήμαρχος Αθηναίων, μιλά για την ανασύσταση των Ενοριών και των γειτονιών, ως κοινωνικών ενοποιητικών θεσμών αλληλεγγύης, μιλά – πέρα από την αντίσταση στον μητροπολιτικό εκχυδαϊσμό των μοντέρνων «πόλεων» – για τον εκσυγχρονισμό εκείνης της συν-οικίας, του «παραδοσιακού» αθηναϊκού κέντρου. Βαθιά επαναστατική ευθύνη μας και υποχρέωση, στους δύσκολους καιρούς μας. Ο Δήμος Αθηναίων, είναι πια μια μαύρη τρύπα της Αττικής, μια πόλη απόγνωση. Αλλοτριωμένη και καθόλου οικουμενική, επειδή οι οικονομικοί και οι πολιτιστικοί τεχνοκράτες θέλουν να είναι «διεθνιστική», παράσιτο της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή. Παρασιτική απόφυση της Δύσης, σε επίπεδο πόλης, όπως έλεγε κάποτε ο Γιώργος Καραμπελιάς για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο. Μια πόλη, όπου οι άνθρωποι δεν ζουν μέσα της παρά μόνο ως άτομα. Και όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, «όποιος δε ζει μέσα στην Πόλη, είναι ή θηρίο ή Θεός». Μα αυτή δεν είναι η εικόνα του αθηναϊκού κέντρου; Μικροί «θεοί» της ψευδοαυτοδιοίκησης που θέλουν να προσαρμόσουν την Αθήνα στις εντολές του πολυεθνικού κεφαλαίου, της διαχείρισης των ανθρώπων ως πράγματα, ή άτομα-θηρία, σε μια κατακερματισμένη μεγάπολη χωρίς το κοινό Αγαθό της συνοχής, του πολιτισμού και της εκκλησίας του Δήμου.
Η πολυπολιτισμικότητα που προτάσσεται στις πόλεις της Δύσης, δεν έχει καμία σχέση με την ετερότητα και τον πλουραλισμό. Είναι ακραία καπιταλιστική εντολή και σε καμία περίπτωση δεν εμπεριέχει ανθρωπιά, Δημοκρατία και ελευθερία. Η παγκοσμιοποίηση της Αθήνας είναι μια μισάνθρωπη οδηγία των δεξιών και των αριστερών εξουσιαστών. Είναι η κατασκευή κλειστών ψευδοκοινοτήτων. Πολιτισμικά κουτάκια σε πόλεμο μεταξύ τους, εφόσον δεν υπάρχει κανένα ενιαίο πνευματικό και κοινωνικό κέντρο ενός δημοκρατικού πολιτισμού που γέννησε η φωτεινή γεωγραφία τούτης της γης.
Το ψευτομοντέρνο και ψευδοανθρωπιστικό πρότυπο των παγκοσμιοποιημένων Μητροπόλεων (Βερολίνο, Βαρκελώνη, Μανχάταν, Άμστερνταμ, Λονδίνο, κ.α), αποτελούν περισσότερο την υλοποίηση της εφιαλτικής «Μητρόπολης» του Φρίτς Λάνγκ, παρά το «προοδευτικό» όραμα ενός νέου τύπου «πολίτη». Οι απρόσωπες μητροπόλεις είναι οι εγωιστικές πόλεις της νέας «τουριστικής» ατομικής ψευδοελευθερίας. Οι πόλεις Ντίσνευλαντς και σούπερ μάρκετς πολεοδομικών εμπορευμάτων, με τα θεματικά πάρκα, τους αυτοματισμούς και τον τουρισμό ως παρασιτική κυκλοφορία των ανθρώπων-εμπορευμάτων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πρόταση αλλοτριωμένης ελευθερίας των ατόμων και όχι των προσώπων και των συνοικιών. Και όπως, έγραφε ο καταστασιακός φιλόσοφος Γκύ Ντεμπόρ, οι ενσωματωμένες πόλεις του θεάματος, είναι κοινότοπες. Στην ουσία γίνονται ίδιες, «ενοποιούνται», φτάνοντας, όπως τόνιζε, στον απόλυτο εκχυδαϊσμό και μοιάζει να «καταργούνται» εντέλει οι διαφορετικοί τόποι και το έδαφος. Και συνέχιζε, λέγοντας ότι οι πόλεις αυτές «ενώνουν τους ανθρώπους, αλλά τους ενώνουν ως διαχωρισμένους» (…) «Είναι η ακοινώνητη κοινωνικοποίηση του εμπορεύματος και του Θεάματος», ενάντια σε κάθε ιστορική συνέχεια και παράδοση.
Την ίδια στιγμή, οι σύγχρονες μαζικές πρωτεύουσες -μέσα από την «εκσυγχρονιστική» πολεοδομία – διαχωρίζουν τα άτομα σε ομάδες ατόμων. Κοινωνικές και πολιτιστικές «φυλές» της πόλης, τις ονομάζουν τα περιοδικά τύπου Κοσμοπόλιταν. Οι μεγαπόλεις, ενοποιούν και μαζικοποιούν μέσω της αστικής αρχιτεκτονικής και την ίδια στιγμή, διαχωρίζουν και αποξενώνουν τους κατοίκους. Επειδή, το ενοποιημένο έδαφος (η συνοικία, το χωριό, η κοινότητα, ο Δήμος, κλπ), αποτελεί απειλή για την εξουσία. Ο μονόδρομος, της ευρωπαϊκής κοσμοπολίτικης πρωτεύουσας, των Ηλιόπουλου, Γερουλάνου, Μπακογιάννη, είναι μια εξουσιαστική απόφαση πολεοδομικής κυριαρχίας η οποία γιγαντώνει την αποξενωμένη από τους κατοίκους της, πόλη. Ο άλλος πόλος, ο ναζιστικός, του Κασιδιάρη, οδηγεί σε έναν κλειστό φυλετικό απομονωτισμό που οδηγεί και αυτός σε μια υποταγή των πολιτών, αφενός σε έναν πρωτόγονο ατομικιστικό πόλεμο ιδεολογιών και την υποταγή του πολίτη σε μια δεσποτική εξουσία. Το δίπολο αυτό, συνειδητά προβάλλεται ως μοναδική προοπτική, ενάντια σε κάθε δημοκρατικά πατριωτική εναλλακτική, ενάντια στον Επιτάφιο του Περικλή, την Αντιγόνη και τη λαϊκή ευχαριστιακή κοινότητα της Ορθοδοξίας που μπορεί να σέβεται και να εμπεριέχει τον Άλλον, ως βιωματική σχέση γειτονιάς.
Και συνεχίζει ο Ντεμπόρ…
Η κοινωνία του Θεάματος, των μητροπόλεων, δεν δημιουργεί πολίτες, αλλά αναπαραστάσεις του ζωντανού άνθρωπου, «αντιπροσώπους του θεάματος». Τα διαφορετικά άτομα ή κοινότητες ατόμων, οι κοινωνικές ή πολιτιστικές φιγούρες της Αθήνας, «μειονότητες» ή «πλειονότητες», παίρνουν «τη θέση στη σκηνή ως «βεντέτες», είναι το αντίθετο του ανθρώπου, ο εχθρός του ατόμου, τόσο μέσα του όσο, προφανώς, και μέσα στους άλλους». (…) «εκείνο που κρύβεται πίσω από τις αντιθέσεις είναι η ενότητα της αθλιότητας», ως κατανάλωση.
Γι’αυτό και η γενική τάση των πόλεων αυτών, οδηγεί στο μονόδρομο της απομόνωσης, επειδή η μεγάλη πρόκληση και προσφορά των αετονύχηδων, είναι να γίνει η Αθήνα, «παρατουριστικό θέρετρο» (AirBnb, κ.α), με συγκροτήματα «πολιτιστικών» κέντρων χωρίς παράδοση και θεματικά «χωριά» μαζικής κατανάλωσης, κ.α. Η πόλη, διαμελίζεται, κοινωνικά, πολιτισμικά και θεσμικά. Όπου προτείνεται, αυτός ο «εκσυγχρονισμός» και η αστική «εκβιομηχάνιση» των γιάπηδων πολυεθνικών Δημάρχων, είναι κατά το σκεπτικό του Ντεμπόρ, μια «εξουσιαστική απόφαση που διαμορφώνει αφηρημένα το έδαφος σε έδαφος αφαίρεσης», φθάνοντας τελικά «στη δυνατότητα επέμβασης στην κληρονομικότητα», κατ’άναλογία της μισάνθρωπης πρότασης των τεχνοκρατών της γενετικής, να παρέμβουν, μεταλλάσσοντας, την ίδια την ουσία του ανθρώπου.
Οι ψευδομοντέρνες πρωτεύουσες της παγκοσμιοποίησης, μισούν την πολιτισμική συνέχεια, έστω κι αν την επικαλούνται, επειδή όπως τονίζει ο Ντεμπόρ, « “οι νέες πόλεις” της τεχνολογικής (διαιρεμένης) ψευδο-αγροτιάς (σ.σ, με την έννοια των ανθρώπων που δυσκολεύονται να αναλάβουν κοινές δράσεις, όπως οι απομονωμένοι αγρότες), αποτυπώνουν καθαρά πάνω στο έδαφος, τη ρήξη με τον ιστορικό χρόνο (σ.σ. την ιστορική συνέχεια, την παράδοση ως κληρονομιά, δηλαδή) πάνω στον οποίον οικοδομήθηκαν. Το έμβλημά τους μπορεί να είναι:“εδώ, δε θα συμβεί ποτέ τίποτα και τίποτα δε συνέβηκε ποτέ”». Και το μόνο που μπορεί να τους ενώσει είναι ένας συγκεντρωτικός δεσποτισμός και η πλάνη της κατανάλωσης και του Θεάματος. Κάτι που οδηγεί στη «γενική διάλυση που οδήγησε, έτσι, την πόλη στην κατανάλωση του εαυτού της»
Και τότε, ο μόνο εναλλακτικός δρόμος, όπως προτείνει ο Καραμπελιάς και ο Ντεμπόρ, είναι η επανα-οικειοποίηση, όχι μόνο της γειτονιάς και των τόπων, αλλά και της «συνολικής τους ιστορίας».
People walk by a poster reading » This year May 68 begins in April» in reference to the civil unrest in France during May 1968, in Paris on April 11, 2018. / AFP PHOTO / JOEL SAGET (Photo credit should read JOEL SAGET/AFP/Getty Images)
του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη, υποψήφιου Δημοτικού Συμβούλου με τον συνδυασμό Αθήνα για την Ελλάδα
Ο μεταμοντέρνος μεγάλος μετασχηματισμός των ημερών μας κατέστη δυνατός γιατί είχε ως όχημα μια σειρά φιλοσοφικών εξελίξεων, όπως ισχυρίζεται ο μελετητής του, Ντάνιελ Μπελ, στο έργο του «Ο πολιτισμός της μεταβιομηχανικής Δύσης» (εκδ. Νεφέλη, 1999).
Διέθετε μια μεγάλη δεξαμενή να αντλήσει «από τις σφοδρές επιθέσεις του Νίτσε και του Χάϊντεγκερ στην παραδοσιακή μεταφυσική» (ο.π. σ.334) μέχρι τα «γλωσσικά παιχνίδια» του Βίτγκενστάϊν και την κουλτούρα των σίξτις, η οποία αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ο μεγάλος πνευματικός σπασμός που φάνηκε στην αρχή, αλλά μια κοινωνική μετάλλαξη με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Το «1968», η στιγμή που ενώθηκαν όλα τα νήματα των 60’ς –πολιτικά, ηθικά, σεξουαλικά και καλλιτεχνικά- υπήρξε μια εικονοκλαστική πολιτιστική επανάσταση, εν πολλοίς όπως η Μεταρρύθμιση, η οποία δεν ενείχε την απελευθέρωση. Γκρέμισε κατεστημένους θεσμούς αλλά επέβαλε και στείρες αντιλήψεις στην τέχνη, την εκπαίδευση και την ανατροφή των παιδιών με αρνητικά αποτελέσματα για τις επόμενες γενιές.
Τηλεόραση και κινηματογράφος γέμισαν από μουσικά και καλλιτεχνικά σκουπίδια και στα περισσότερα μουσεία φιλοξενούνται αφηρημένα έργα μοντέρνας τέχνης, ενός καλλιτεχνικού ρεύματος που, αποδεδειγμένα πλέον, η ίδια η CIA χρησιμοποίησε σαν ψυχροπολεμικό «όπλο» σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η νεοσύσταση τότε αμερικανική υπηρεσία αντικατασκοπείας, που είχε στελεχωθεί με αποφοίτους του Χάρβαρντ και του Γέηλ, έφθασε να διευθύνει σε 36 διαφορετικές χώρες γραφεία της σχετικής υπηρεσίας Propaganda Assets Inventory, επηρεάζοντας πάνω από 800 εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οργανισμούς παγκοσμίως για την εκ του ασφαλούς υποστήριξη του αφηρημένου εξπρεσσιονισμού. Οι επιφανέστεροι εκ των ευεργετών του ήταν οι Ροκφέλλερ, συνιδρυτές του μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Ο Μπιλ Κλίντον στις ΗΠΑ και ο Βάτσλαβ Χάβελ στην Πράγα, δύο χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της γενιάς του ’60, όπως και πολλοί άλλοι, αποτέλεσαν τον τέλειο συνδυασμό του ναρκισσισμού των baby-boomers, της πολιτικής ορθότητας και της κυνικής επιθετικότητας της νέας τάξης στα Βαλκάνια και την Μέση Ανατολή.
Ο Ανρί Βεμπέρ (Henri Weber), καθηγητής των πολιτικών επιστημών σήμερα και ηγετικό στέλεχος των φοιτητών του Μάη, στην πρόσφατη έκδοση της σχετικής μελέτης του, χωρίς να αρνείται την σπουδαιότητα αυτού του μοναδικού γεγονότος, διατείνεται ότι πρέπει να την υπερβούμε διαφυλάσσοντας όμως το συγκρουσιακό, αντι-ιεραρχικό, μήνυμά της. (Ανρί Βεμπέρ, «Πρέπει να απαλλαγούμε από την κληρονομιά του Μάη του ’68;», εκδ. Ηλίβατον, 2008)
Αν από τον αντικρατισμό της κουλτούρας των 60’ς δημιουργήθηκε ένας εκτρωματικός δίαυλος προς την νεοφιλελεύθερη κοινωνική αντίληψη και την οικονομία του «laissez-faire», χρειάζεται να κάνουμε την αντίθετη, προστατευτική, κίνηση για να βρούμε την ισορροπία και να εμποδίσουμε την καταστροφή.
Να αναζητήσουμε την ρεαλιστική ουτοπία της συμμετοχής στην διαμόρφωση του συλλογικού μας μέλλοντος, της ολοκληρωμένης δημοκρατίας.
Θυμήθηκα τον Δημήτρη Ποταμίτη από μια συνέντευξη που βρήκα τυχαία στο διαδίκτυο. Ασκητική, αιρετική μορφή, των εφηβικών και ενήλικων χρόνων μου. Ένας αιώνιος, περίεργος και καλλιτεχνικά ευαίσθητος έφηβος. Παιδί ακόμα βλέποντας παιδικές παραστάσεις του, ανίδεος από θέατρο, τον προσέγγιζα με την καρδιά ενός πιτσιρικά που μπορεί να διακρίνει την ειλικρίνεια μέσα στο πάθος για την τέχνη.
Μέσα από την τέχνη του, διαισθανόμουν αυτή την παράξενη επαναστατική και παθιασμένη ερωτική σχέση που είχε με την Ελλάδα, αυτός ο μικρός λαός, ο μέγας, και οι μεγάλοι διανοούμενοι που εμπνευστήκαν από αυτόν για μεταδώσουν το ελληνικό μέσα στο οικουμενικό και να ανακαλύψουν στο παγκόσμιο μέσα στη μικρή εθνική γωνίτσα μας! Κατανοούσα την απελπισία του για μια Ελλάδα που χανόταν μέσα στην καταναλωτική ευτέλεια και στη σαχλαμάρα του θεάματος. Πονεμένος θυμός και θυμωμένος πόνος. Πατριώτης και καθόλου σωβινιστής! πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι σωβινιστής ένα άνθρωπος που παιδί ακόμα, «έντυνε» τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου με την Τέχνη και την αθωότητα της αντίστασης, από παιδιά του Δημοτικού και του Γυμνασίου!!!
Πρωτοποριακός και ο οξυδερκής, μέσα από το σπίτι του, το Θέατρο Έρευνας στα Ιλίσια, μας ταξίδευε στον κόσμο του ονείρου και της κριτικής!
Σε μια συνέντευξή του είχε πει: «Σαν Kύπριος που μεγάλωσε με μονομανίες και ιδεολογίες σε μια χώρα που εξακολουθεί να έχει εθνικά ιδεώδη, δεν μπορούσα να μη γίνω ιδεολόγος. Είναι στάση ζωής αυτό. Ως ιδεολόγος και κυπριακό μουλάρι, είχα βάλει στόχο να μην κάνω κάτι αν δεν μου αρέσει. Δεν με ενδιέφερε αν θα πεινάσω. Είχα μια ακαταδεξία στα εύκολα, που στην Eλλάδα ήταν και τα εμπορικά»….
Σπαρακτικά διορατικός για την κατρακύλα και την παρακμή της Ελλάδας που την έβλεπε να έρχεται, ο Ποταμίτης στο θεατρικό έργο του, «ο Έλληνας βάτραχος», περιγράφει και εντοπίζει με τον λυρικό και συμβολικό λόγο του τις αιτίες μέσα από τις οποίες η «Πόλις Εάλω»! Και γράφει: «Τέλος θα ήθελα να δηλώσω ότι δεν έχω άλλο στο νου μου «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», δηλαδή Ελλάδα. Κι αν είμαι κάποτε πικρός, είμαι από αγάπη. Η αυτοκριτική, μόνο αν είναι βασανιστική μπορεί να είναι ωφέλιμη. Άλλωστε ο χειρότερος εχθρός του πατριωτισμού είναι ο σοβινισμός».
Στον «Έλληνα βάτραχο», μετά από μια βιβλική καταστροφή, ο μόνος επιζήσας νεοέλληνας ο Χ, μισολιπόθυμος, βρίσκεται πάνω στα μάρμαρα της στέγης του Παρθενώνα. Δίπλα του ένα μπαούλο. Βρίσκει έναν βάτραχο που τον ονομάζει Διογένη και αρχίζει να του εξιστορεί την ιστορία μας, με τον δικό τους τρόπο:
Απόσπασμα από τον «Έλληνα βάτραχο»:
«Ο μύθος των αγαλμάτων»
«-Δεν μπορώ να το πιστέψω, Διογένη, δεν μπορώ να το πιστέψω! Εσύ το πιστεύεις; Πιστεύεις ότι είμαστε ζωντανοί, ότι βρισκόμαστε εδώ, ότι βιώνουμε αυτό το παράλογο; Βρε συ, μπας κι είμαστε πεθαμένοι; Μπας κι ότι βλέπουμε, ό,τι ακούμε, ό,τι ζούμε, όλη αυτή η αναρχία γύρω μας, η φυσική αναρχία, δεν είναι παρά ο εφιάλτης των νεκρών; Μπας κι όλα αυτά τα τελεσίδικα που τα μισώ ακριβώς γιατί είναι τελεσίδικα, δεν υπάρχουν στ’αλήθεια; Μπας κι ο κόσμος είναι όμορφος και λογικός, η πατρίδα όμορφη και αιώνια; Μπας κι ο εφιάλτης είναι εδώ, τώρα, το σήμερα, όχι το χτές;
Τσίμπα με, τσίμπα με να δω αν είμαι ζωντανός! Αλλά όχι, γιατί πάλι μπορεί να΄ναι κι αυτό ένα μέρος του εφιάλτη…Δεν υπάρχει τρόπος να ανακαλύψω τι συμβαίνει…Το σήμερα είναι αβάσταχτο λόγω του χτες ή λόγω του εαυτού του; Θε μου, ας γίνει να γυρίσει η Πατρίδα πάλι πίσω. Να γυρίσει πάλι πίσω η πρώτη μου νιότη. Τότε που αγάπησα την Άννα… Τότε που ο Σπύρος μ’έμαθε πόσο δύσκολο πράμα είναι να είσαι άντρας…
Τότε που ο δάσκαλός μου, ο κυρ Παναγιώτης, μ’έμαθε πως πατριδογνωσία σημαίνει να αγαπώ τη γλώσσα μου. Τότε που ο Μάνος μ’έμαθε να είμαι ερωτικός, γι’αυτό και αβάσταχτα ασκητικός…Τότε που ο Γιάννης μ’έμαθε με δυο πινελιές σε μια σπασμένη στάμνα, να αφουγκράζομαι τη φωνή των πραγμάτων…Η κυρα-Μαρία να είμαι σεμνός αλλά περήφανος, παγκόσμιος αλλά Έλληνας…Τότε που…Τότε που…Πότε; Χτες ή αύριο;
Συνέβησαν; Θα συμβούν; Που είστε αγάπες μου; Που πήγατε; Έι…Έι…Γιατί δεν απαντάτε; «Ό,τι αγάπησες είναι καλά κλεισμένο μες την πέτρα. Περιμένει να το λευτερώσεις!» Στην πέτρα…Εκεί όλοι οι φίλοι μου…Εκεί ο Σοφοκλής, εκεί ο Όμηρος, ο Πλάτωνας και Μακρυγιάννης, ο Καραϊσκάκης, ο Θεόφιλος, ο Διόνυσος, ο Καραολής εκεί και ο Δημητρίου! Εκεί…Στην πέτρα!
Εκεί και οι ακρογιαλιές της Αμμοχώστου! Ξέρεις Διογένη, τα αγάλματα δεν τα σμιλεύει ο καλλιτέχνης, αυτό είναι ψέμα! Τα αγάλματα υπάρχουνε μέσα στην πέτρα! Ο καλλιτέχνης πρέπει να τα απελευθερώσει από την πέτρα! Έχουμε πολλή δουλειά το ξέρεις;
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα υπήρχε στην Ευρώπη η άποψη ότι τρία είναι τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά έθνη: το γερμανικό, το γαλλικό και το αγγλικό. Ένας από τους σημαντικότερους γερμανούς φιλοσόφους, ο Χέγκελ (1770-1831) ήταν από τους πρώτους στοχαστές που ερμήνευσαν αυτή τη γεωγραφική τριάδα ως έκφραση τριών διαφορετικών υπαρξιακών στάσεων: το γερμανικό στοχαστικό βάθος, η γαλλική επαναστατική βιασύνη και ο αγγλικός μετριοπαθής ωφελιμιστικός πραγματισμός.
Η πολιτική στάση της κάθε χώρας ήταν, σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο συντηρητισμός για την Γερμανία, ο επαναστατικός ριζοσπαστισμός για τη Γαλλία και ο μετριοπαθής φιλελευθερισμός για την Αγγλία. Με όρους υπεροχής μιας απ΄ τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής έχουμε τη Γερμανία να υπερέχει στη μεταφυσική και την ποίηση, τη Γαλλία στην πολιτική και την Αγγλία στην οικονομία.
Οι άνθρωποι που έχουν ταξιδέψει σε κάποιες χώρες του πλανήτη, ίσως έχουν παρατηρήσει κάποιες διαφορές στις τουαλέτες. Υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι σχεδίων κατασκευής της δυτικής τουαλέτας: ο γερμανικός, ο γαλλικός και ο αγγλοσαξονικός (αμερικανικός). Σε κάθε ένα τύπο υπάρχει μια διαφορετική ιδεολογική αντίληψη σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να σχετιστεί το υποκείμενο με το δυσάρεστο έκκριμα που αποβάλλεται από το σώμα μας.
Σε μια παραδοσιακή γερμανική τουαλέτα, η τρύπα στην οποία χάνονται τα περιττώματα όταν τραβήξουμε το καζανάκι είναι μπροστά, έτσι ώστε να τα θεωρήσουμε για τυχόν αρρώστιες. Στην τυπική γαλλική τουαλέτα η τρύπα είναι πίσω πίσω, έτσι ώστε τα περιττώματα να εξαφανίζονται όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Τέλος, η αμερικανική τουαλέτα διενεργεί ένα είδος σύνθεσης, μια μέση απόσταση ως προς τα δύο άκρα – η λεκάνη της τουαλέτας είναι γεμάτη νερό, έτσι ώστε τα περιττώματα να επιπλέουν εκεί, για να τα δούμε, όχι όμως και για να τα επιθεωρήσουμε.
Η αναφορά στις τουαλέτες μας δίνει, σύμφωνα με τον Σλοβένο φιλόσοφο και ψυχαναλυτή Σλάβοϊ Ζίζεκ, τη δυνατότητα να διακρίνουμε την ίδια αυτή τριάδα στον ιδιωτικό τομέα της τέλεσης της αφοδευτικής λειτουργίας: η διφορούμενη ενατένιση που αιχμαλωτίζει (Γερμανία: μεταφυσική- ποίηση, συντηρητισμός)· η βιαστική απόπειρα εξαφάνισης του δυσάρεστου οργανικού περισσεύματος όσο γίνεται ταχύτερα (Γαλλία: πολιτική, επαναστατικός ριζοσπαστισμός)· και η πραγματιστική προσέγγιση της μεταχείρισης του περισσεύματος ως φυσιολογικού αντικειμένου που πρέπει να ξεφορτωθούμε καταλλήλως (Αγγλία-Αμερική: οικονομία, μετριοπαθής φιλελευθερισμός).
Για τον Ζίζεκ, η έννοια της ιδεολογίας διαφοροποιείται από τη συνήθη και καθημερινή χρήση της, π.χ. είμαι υπέρ αυτής ή της άλλης ιδεολογία. Η ιδεολογία είναι η αυθόρμητη σχέση μας με την κοινωνία, ο τρόπος με τον οποίο την αντιλαμβανόμαστε και την προσλαμβάνουμε. Δεν μπορούμε να βγούμε από την ιδεολογία για να δούμε μια “γυμνή πραγματικότητα”. Τη στιγμή που τη βλέπουμε “όπως πραγματικά είναι”, αυτή διαλύεται στο μηδέν ή, ακριβέστερα, μετατρέπεται σε μια πραγματικότητα άλλου είδους. Γι’ αυτό και θεωρεί ότι θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ιδεολογίας, κι ακόμη περισσότερο της ιδεολογίας που είναι κυρίαρχη σε έναν πολιτισμό, μπορούν να βρεθούν στη δομή και τη χρήση των πιο απλών και κοινών αντικεμένων.
Ένας καφές από τα στάρμπακς εκφράζει επίσης με αρκετή ακρίβεια τον τρόπο που λειτουργεί η ιδεολογία του καταναλωτισμού σήμερα. Είναι λίγο πιο ακριβός στην τιμή του, αλλά σε ενημερώνει για ποιους λόγους συμβαίνει αυτό: είναι οικολογικός, προέρχεται από δίκαιο εμπόριο, κάποια χρήματα πηγαίνουν σε κάποια παιδιά στην Αφρική κτλ. Αυτό το λίγο παραπάνω που πληρώνεις πίνοντας τον καφέ σου, αγοράζει από τη μια το αίσθημα της ενοχής του παθητικού καταναλωτή κι από την άλλη το καθήκον απέναντι στο περιβάλλον, στον υποσιτισμό και τα σημαντικά ζητήματα του πλανήτη. Είναι η απόλυτη μορφή του καταναλωτισμού στην εποχή μας.
Πολλοί άνθρωποι μπορούν σήμερα εύκολα να ισχυριστούν ότι ζούμε σ’ ένα μετα-ιδεολογικό κόσμο, τη στιγμή όμως που πηγαίνουν στην τουαλέτα μετά από μια έντονη συζήτηση (ή αγοράζουν ένα καφέ στο χέρι από τα σταρμπακς), βρίσκονται και πάλι βυθισμένοι στην ιδεολογία.
Βιβλιογραφία:
Žižek S. (2006) Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, μτφρ. Β. Ιακώβου, επιμ. Γ. Σταυρακάκης, Αθήνα: Scripta.
Η συζήτηση μεταξύ του Τσόμσκι και του Φουκώ “Ανθρώπινη φύση: δικαιοσύνη εναντίον εξουσίας” έγινε το 1971 για λογαριασμό της ολλανδικής ραδιοφωνίας-τηλεόρασης με συντονιστή τον Fons Elders. Η συζήτηση συμπεριλήφθηκε στον τόμο “Reflexive Water, The Basic Concerns of Mankind” (Souvenir Press, Λονδίνο, 1974), ο οποίος εκδόθηκε σε επιμέλεια του συντονιστή.
Η συζήτηση που ακολουθεί (με αγγλικούς υπότιτλους το βίντεο, στα ελληνικά το κείμενο της συζήτησης) αναδεικνύει τις διαφορετικές προσεγγίσεις των δύο φιλοσόφων πάνω στα ζήτημα της ανθρώπινης φύσης, της δικαιοσύνης και της εξουσίας.
Η έννοια καπιταλιστικός ρεαλισμός εκφράζει σύμφωνα με τον Φίσερ καλύτερα την εποχή μας από αυτή του μεταμοντέρνου. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μπορεί να συνοψισθεί με τη φράση που λέει ότι σήμερα “είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού”. Πρόκειται δηλαδή για μια εποχή που θεωρεί ότι η ιστορία έχει τελειώσει, ασχέτως του αν οι θεωρητικοί εισηγητές αυτής της σκέψης σήμερα την έχουν αναθεωρήσει (βλ. Φουκουγιάμα).
Όμως, όπως σημειώνει ο Φίσερ, “θα ήταν επικίνδυνο και αποπροσανατολιστικό να φανταστούμε ότι το κοντινό παρελθόν αποτελούσε μια ιδανική συνθήκη γεμάτη με πολιτικές δυνατότητες, θα ήταν καλό να θυμόμαστε και τον ρόλο που έπαιξε η εμπορευματοποίηση στην πολιτισμική παραγωγή κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι έχει λήξει η παλιά διαμάχη μεταξύ μεταστροφής και επανάκτησης*, μεταξύ υπονόμευσης και ενσωμάτωσης. Αυτό που αντιμετωπίζουμε τώρα δεν είναι η ενσωμάτωση υλικών που φαίνονταν να κατέχουν υπονομευτικές δυνατότητες, αλλά αντίθετα, η προενσωμάτωσή τους; η προληπτική μορφοποίηση και διαμόρφωση των επιθυμιών, των φιλοδοξιών και των ελπίδων από την καπιταλιστική κουλτούρα.
Δείτε, για παράδειγμα, την εγκαθίδρυση των «εναλλακτικών» ή «ανεξάρτητων» πολιτισμικών ζωνών, οι οποίες επαναλαμβάνουν διαρκώς παλιότερες χειρονομίες επανάστασης και ανταγωνισμού σαν να ήταν η πρώτη φορά. Το «εναλλακτικό» και το «ανεξάρτητο» δεν συνιστούν κάτι εξωτερικό της κυρίαρχης κουλτούρας – αντίθετα είναι στυλ, τα κυρίαρχα στυλ, μέσα στο κυρίαρχο. Κανείς δεν ενσωμάτωσε (ούτε αντιμετώπισε) περισσότερο αυτό το αδιέξοδο από τον Kurt Cobain (Κομπέιν) και τους Nirvana. Μέσα στη φοβερή ατονία και την τυφλή οργή του, ο Κομπέιν έμοιαζε να δίνει φωνή στη μελαγχολία της γενιάς που ήρθε «μετά την ιστορία», της οποίας η κάθε κίνηση ήταν αναμενόμενη, υπό παρακολούθηση, πουλημένη και αγορασμένη πριν καν συμβεί. Ο Κομπέιν ήξερε ότι αποτελεί ακόμα ένα κομμάτι του θεάματος, ότι τίποτα δεν πουλάει καλύτερα στο MTV από μια διαμαρτυρία ενάντια στο MTV. Ήξερε ότι κάθε κίνησή του ήταν ένα προσχεδιασμένο κλισέ, ήξερε ότι ακόμα και η ίδια η συνειδητοποίηση του γεγονότος ήταν κλισέ. Το αδιέξοδο που παρέλυε τον Κομπέιν ήταν ακριβώς αυτό που περιέγραφε ο Τζέιμσον: όπως και η μεταμοντέρνα κουλτούρα εν γένει, έτσι και ο Κομπέιν βρέθηκε σε «έναν κόσμο όπου η στιλιστική πρωτοτυπία είναι πλέον αδύνατη, [όπου] ό,τι έχει απομείνει είναι η απομίμηση νεκρών στυλ, η ομιλία μέσα από μάσκες και τις φωνές των στυλ στο φαντασιακό μουσείο**». Εκεί, ακόμα και η επιτυχία σήμαινε αποτυχία, μιας και το να επιτύχεις θα σηματοδοτούσε μονάχα τη μετατροπή σου σε φρέσκο κρέας με το οποίο θα μπορούσε να τραφεί το σύστημα. Η υψηλή υπαρξιακή αγωνία των Nirvana και του Κομπέιν, όμως, ανήκει σε μια παλιότερη στιγμή: αυτό που τους διαδέχτηκε ήταν ένα ροκ-κολάζ που αναπαρήγαγε τις μορφές του παρελθόντος χωρίς καμία ανησυχία.
Ο θάνατος του Κομπέιν επιβεβαίωσε την ήττα και την ενσωμάτωση των ουτοπικών, προμηθεϊκών φιλοδοξιών του ροκ. Όταν αυτός πέθανε, το ροκ άρχιζε ήδη να επισκιάζεται από το χιπ χοπ, του οποίου η παγκόσμια επιτυχία προϋπέθετε ακριβώς αυτού του είδους την προ-ενσωμάτωση από το κεφάλαιο στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Για μεγάλο μέρος του χιπ χοπ, κάθε «αφελής» ελπίδα ότι η νεανική κουλτούρα θα μπορούσε να αλλάξει οτιδήποτε έχει αντικατασταθεί από τον ξεροκέφαλο εναγκαλισμό μιας βίαια αναγωγιστικής εκδοχής της «πραγματικότητας». «Στο χιπ χοπ», όπως κατέδειξε ο Simon Reynolds σε ένα δοκίμιό του στο περιοδικό The Wire το 1996,
το «πραγματικό» έχει δύο έννοιες. Πρώτον, σημαίνει την αυθεντική, ασυμβίβαστη μουσική που αρνείται να ξεπουληθεί στη μουσική βιομηχανία και να απαλύνει το μήνυμά της για να φτάσει ένα ευρύτερο κοινό. Το «πραγματικό» σημαίνει επίσης ότι η μουσική αντικατοπτρίζει μια «πραγματικότητα» που συνίσταται από την οικονομική επισφάλεια του ύστερου καπιταλισμού, τον συστημικό ρατσισμό και την αυξημένη παρακολούθηση και παρενόχληση της νεολαίας από την αστυνομία. Το «πραγματικό» σημαίνει τον θάνατο του κοινωνικού: Σημαίνει εταιρίες οι οποίες, όταν το κέρδος τους αυξάνεται, δεν αυξάνουν τους μισθούς, ούτε βελτιώνουν τις εργασιακές συνθήκες, αλλά… περικόπτουν (μέσω της απόλυσης του μόνιμου εργατικού δυναμικού, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα ρευστό εργατικό δυναμικό, γεμάτο με εργαζόμενους μερικής απασχόλησης και ελεύθερους επαγγελματίες δίχως επαγγελματικά οφέλη ή επαγγελματική ασφάλεια).
Εντέλει, ήταν ακριβώς η παρουσίαση αυτής της πρώτης εκδοχής του πραγματικού -του «ασυμβίβαστου»- από το χιπ χοπ που ενεργοποίησε την εύκολη απορρόφηση του από τη δεύτερη εκδοχή, την πραγματικότητα της οικονομικής επισφάλειας του ύστερου καπιταλισμού, όπου μια τέτοια αυθεντικότητα αποδείχθηκε ιδιαίτερα εμπορεύσιμη. Η gangster rap ούτε απλώς αντανακλά προϋπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, όπως πολλοί από τους οπαδούς της υποστηρίζουν, ούτε είναι απλώς η αιτία αυτών των συνθηκών, όπως υποστηρίζουν οι κριτικοί της – μάλλον, είναι το κύκλωμα όπου το χιπ χοπ και το ύστερο καπιταλιστικό κοινωνικό πεδίο αλληλοτρέφονται, αποτελώντας ένα από τα μέσα με τα οποία ο καπιταλιστικός ρεαλισμός μεταμορφώνεται σε ένα είδος αντιμυθικού μύθου.
Η συνάφεια μεταξύ του χιπ χοπ και των γκανγκστερικών φιλμ όπως ο Σημαδεμένος, η τριλογία του Νονού, το Reservoir Dogs, το Καλά παιδιά και το Pulp Fiction, προκύπτει από την κοινή τους δήλωση ότι έχουν απογυμνώσει τον κόσμο από συναισθηματικές ψευδαισθήσεις και ότι τον βλέπουν «ως αυτό που πραγματικά είναι»: ένας χομπσιανός πόλεμος όλων εναντίον όλων, ένα σύστημα αέναης εκμετάλλευσης και γενικευμένης εγκληματικότητας. Στο χιπ χοπ, γράφει ο Reynolds, «το να “γίνεις πραγματικός” σημαίνει το να έρχεσαι αντιμέτωπος με μια φυσική κατάσταση όπου σκύλος τρώει σκύλο, όπου είσαι είτε νικητής είτε χαμένος, και όπου οι περισσότεροι θα είναι χαμένοι».
Η ίδια νεο-νουάρ κοσμοθεωρία μπορεί να βρεθεί στα κόμικς του Φρανκ Μίλερ και τα μυθιστορήματα του Τζέιμς Ελρόι. Υπάρχει ένα είδος μάτσο απομυθοποίησης στα έργα του Μίλερ και του Ελρόι. Παριστάνουν τους ψύχραιμους παρατηρητές που αρνούνται να ωραιοποιήσουν τον κόσμο έτσι ώστε να ταιριάξει στις υποτιθέμενα απλές ηθικές δυαδικότητες του υπερηρωικού κόμικ και του παραδοσιακού αστυνομικού μυθιστορήματος. Ο «ρεαλισμός» εδώ είναι μάλλον υπογραμμισμένος, παρά υποβαθμισμένος, από την εμμονή τους στη μακαβριότητα – ακόμα και αν η υπερβολική επιμονή στη σκληρότητα, την προδοσία και την αγριότητα καταλήγει σύντομα παρωδιακή και στους δύο συγγραφείς. «Στο απόλυτο σκοτάδι του», έγραφε ο Μάικ Ντέιβις για τον Ελρόι το 1992, «δεν έχει απομείνει φως έτσι ώστε να δημιουργηθούν σκιές, και το κακό γίνεται μια εγκληματολογική κοινοτοπία. Το αποτέλεσμα μοιάζει ιδιαίτερα με την ηθική υφή της εποχής των Ρήγκαν και Μπους: μια υπερβολική δόση διαφθοράς που αποτυγχάνει πλέον να εξοργίσει ή να προκαλέσει ενδιαφέρον». Αυτή η αναισθητοποίηση όμως, υπηρετεί μια λειτουργία για τον καπιταλιστικό ρεαλισμό: Ο Ντέιβις υπέθεσε ότι «ο ρόλος του L.A. noir» μπορεί να ήταν «η πριμοδότηση της ανάδυσης του homo reaganus***»“.
*Τις έννοιές αυτές παρουσίασε κυρίως η Καταστασιακή Διεθνής, η μεταστροφή αφορά την επαναχρησιμοποίηση παλιών αισθητικών και πολιτισμικών έργων με σκοπό να τους δοθεί ένα νέο αισθητικό και πολιτικό περιεχόμενο, η επανάκτηση περιγράφει την αφομοίωση από την εξουσία των επαναστατικών πρακτικών και ιδεών.
**Αναφορά στο έργο του Μαλρώ, “Φαντασιακό Μουσείο”, το οποίο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, λανθασμένα κατά τη γνώμη μας, ως “φανταστικό μουσείο”.
***Λογοπαίγνιο με το επίθετο του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ρήγκαν.
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Mark Fisher, Καπιταλιστικός ρεαλισμός. Υπάρχει άραγε εναλλακτική;, μτφρ. Θ. Πανταζάκος, Γ. Γαλιάτσος, επιμ. Μ. Παπαρούνης, Αθήνα: Futura, 2015.
Σε κάποια λίγα σημεία υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις από την παραπάνω μετάφραση. Οι υποσημειώσεις με αστεράκι είναι δικές μας.
Η τεχνολογία, ιδίως οι δύο αιχμές της, η τεχνητή νοημοσύνη και η βιοτεχνολογία, μπορούν να διαβρώσουν τα θεμέλια της δημοκρατίας και να υποσκάψουν την ελευθερία και την ισότητα, ευνοώντας τη συγκέντρωση δύναμης στα χέρια μιας μικρής ελίτ, η οποία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια σύγχρονη τυραννία, μια ψηφιακή δικτατορία.
Αυτό προειδοποιεί ο διάσημος ισραηλινός ιστορικός Γουβάλ Νώε Χαράρι, συγγραφέας των μπεστ-σέλερ (και στη χώρα μας) “Sapiens” και “Homo Deus”, στο νέο βιβλίο του «21 μαθήματα για τον 21ο αιώνα», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε.
Ο Χαράρι θυμίζει ότι δεν υπάρχει τίποτε αναπόφευκτο και μη αναστρέψιμο στις σημερινές δημοκρατίες, οι οποίες, παρά τις επιτυχίες τους, αποτελούν ένα «ανοιγοκλείσιμο» του ματιού στον μακρύ ιστορικό χρόνο. Οι μοναρχίες, οι ολιγαρχίες και άλλες μορφές αυταρχικής διακυβέρνησης έχουν υπάρξει για πολύ περισσότερο καιρό -και συνεχίζουν να υπάρχουν σήμερα σε ουκ ολίγες χώρες.
Τα ιδανικά της ελευθερίας και της ισότητας είναι πολύ πιο ευάλωτα από ό,τι νομίζουμε, συνεπώς υπάρχει κίνδυνος να αποδειχθούν εφήμερα, κυρίως λόγω των νέων τεχνολογιών. Ήδη, όπως λέει, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα η φιλελεύθερη δημοκρατία φαίνεται να χάνει σταδιακά την αξιοπιστία της, καθώς «στριμώχνεται» το μεγάλο στήριγμά της, η μεσαία τάξη, ενώ παράλληλα σε αρκετές χώρες ο πολιτικός λόγος γίνεται ολοένα πιο διχαστικός, δημαγωγικός και αυταρχικός.
Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι αλλάζει πλέον η τεχνολογία που έως τώρα στήριζε τη δημοκρατία. Οι νέες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η βιοτεχνολογία, ευνοούν πια αντιδημοκρατικές επιλογές. Οι δύο αυτές τεχνολογίες από κοινού θα προκαλέσουν άνευ προηγουμένου αναστατώσεις στην ανθρώπινη κοινωνία, σε σημείο που η δημοκρατία και η ελεύθερη αγορά μπορεί να χάσουν το νόημά τους.
Σύμφωνα με τον Χαράρι, ο μέσος άνθρωπος αισθάνεται ολοένα λιγότερο -αντίθετα με το παρελθόν- ότι αποτελεί «τον ήρωα του μέλλοντος». Εν έτει 2018, κατακλύζεται πια από όρους (μηχανική μάθηση, γενετική μηχανική, blockchain κ.α.), που αισθάνεται ότι κατά βάση δεν τον αφορούν.
Στον 20ό αιώνα οι μάζες εξεγέρθηκαν ενάντια στην εκμετάλλευση, ενώ σήμερα αισθάνονται μάλλον άσχετες με ό,τι συμβαίνει γύρω τους. Οι λαϊκίστικες εξεγέρσεις του 21ου αιώνα ίσως γίνουν ενάντια όχι σε μια οικονομική ελίτ που εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους, αλλά σε μια ελίτ που δεν τους χρειάζεται πια (π.χ. χάρη στα ρομπότ).
Οι τεχνολογικές επαναστάσεις της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας που συνεχώς κερδίζουν έδαφος, χωρίς καν οι πολίτες να το συνειδητοποιούν, σε λίγες δεκαετίες θα φέρουν αντιμέτωπη την ανθρωπότητα με τις δυσκολότερες δοκιμασίες που έχει ποτέ αντιμετωπίσει, όπως εκτιμά ο ισραηλινός ιστορικός.
Υποσχόμενη παλαιότερα ένα μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας στους πάντες, η φιλελεύθερη δημοκρατία συμφιλίωσε το προλεταριάτο με την αστική τάξη, τους πιστούς με τους άθεους, τους γηγενείς με τους μετανάστες, τους Ευρωπαίους με τους Ασιάτες. Όμως, αυτή τη φορά τα μηχανήματα με τεχνητή νοημοσύνη απειλούν για τα καλά τις θέσεις εργασίας των ανθρώπων και η συμφιλίωση κάποια στιγμή μπορεί να καταστεί ανέφικτη πια.
Για λίγες ακόμη δεκαετίες οι άνθρωποι θα έχουν το πάνω χέρι, αλλά είναι θέμα χρόνου οι έξυπνες μηχανές να κάνουν σχεδόν τα πάντα καλύτερα από εμάς. Ήδη από τώρα, που οι άνθρωποι συνεργάζονται με τους υπολογιστές, είναι ολοένα πιο δύσκολο να βρουν δουλειά οι ανειδίκευτοι, ενώ η απασχόληση γίνεται δυνατή σε ολοένα χαμηλότερους μισθούς.
Οι μηχανές με νοημοσύνη έχουν κιόλας δύο πλεονεκτήματα έναντι των ανθρώπων: συνδεσιμότητα και δυνατότητα εύκολης αναβάθμισης των δυνατοτήτων τους. Αν π.χ. βρεθεί μια νέα ασθένεια ή ένα νέο φάρμακο, δεν είναι δυνατό να ενημερωθούν άμεσα οι άνθρωποι γιατροί όλου του κόσμου. Αλλά οι απανταχού έξυπνες μηχανές-γιατροί μπορούν να ενημερωθούν σε κλάσματα του δευτερολέπτου και, επιπλέον, να επικοινωνούν μεταξύ τους διαδικτυακά για να αξιολογούν ένα νέο ιατρικό περιστατικό.
Μια νέα «άχρηστη» τάξη
Όσο κι αν οι άνθρωποι πασχίζουν να εκπαιδεύονται δια βίου για να μη μείνουν πίσω και όσο κι αν «εφευρίσκουν» ξανά τον εαυτό τους, δύσκολα θα ανταγωνισθούν τις έξυπνες μηχανές στο μέλλον. Έως το 2050 μια νέα «άχρηστη τάξη», ένα νέου τύπου προλεταριάτο, μπορεί να έχει αναδυθεί, αν μη τι άλλο επειδή πολλοί άνθρωποι θα έχουν εγκαταλείψει κάθε νοητική προσπάθεια να μαθαίνουν νέες δεξιότητες για να βρίσκουν δουλειά.
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι ίδιες τεχνολογίες που μπορούν να καταστήσουν οικονομικά περιττούς δισεκατομμύρια ανθρώπους, κάνουν πιο εύκολη την παρακολούθηση και τον έλεγχο των ανθρώπων, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τις ψηφιακές διδακτορίες. Με άλλα λόγια, κατά τον Χαράρι, καθώς πολλοί άνθρωποι χάνουν την οικονομική αξία τους, θα χάνουν παράλληλα και την πολιτική δύναμή τους.
Η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένα εργαλείο και ένα όπλο αλλιώτικο και πιο ισχυρό από κάθε άλλο έως τώρα. Σχεδόν σίγουρα θα επιτρέψει στους ήδη ισχυρούς να γίνουν πολύ πιο ισχυροί. Ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι να εξεγερθεί η τεχνητή νοημοσύνη ενάντια στους ανθρώπους, αλλά να υπακούει πάντα τους ανθρώπους αφέντες της, κάνοντάς τους πολύ πιο δυνατούς.
Ήδη, όπως λέει ο Χαράρι, στον κόσμο της υψηλής τεχνολογίας δεν υπάρχει -παρά τα φαινόμενα- τίποτε ιδιαίτερα δημοκρατικό. Η παρακολούθηση συμβαδίζει με την ελευθερία, η χειραγώγηση και ο καμουφλαρισμένος έλεγχος με τις νέες μορφές συμμετοχικότητας.
Αν και ισραηλινός, ο Χαράρι επισημαίνει ότι το Ισραήλ αποτελεί χώρα ηγέτη στο πεδίο της ψηφιακής παρακολούθησης και έχει δημιουργήσει στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη το πρωτότυπο ενός καθεστώτος καθολικής παρακολούθησης. Οποτεδήποτε οι Παλαιστίνιοι κάνουν ένα τηλεφώνημα ή μια ανάρτηση στο Facebook, κάποιο ισραηλινό μικρόφωνο, κάμερα, drone ή κατασκοπευτικό λογισμικό τούς παρακολουθεί και μετά ένας αλγόριθμος αναλύει τα στοιχεία, βοηθώντας τις ισραηλινές αρχές να εντοπίζουν έγκαιρα -και να ‘εξουδετερώνουν’ (βλ. σκοτώνουν)- όποιον θεωρούν μεγαλύτερη απειλή.
Ουκ ολίγες χώρες στον κόσμο, μεταξύ των οποίων αρκετές δημοκρατίες, βαδίζουν στον ίδιο δρόμο της εκτεταμένης ψηφιακής-ηλεκτρονικής παρακολούθησης των πάντων. Όπως λέει ο Χαράρι, αυτό που σήμερα βιώνουν οι Παλαιστίνιοι, μπορεί να συνιστά απλώς μια πρόγευση αυτού που τελικά θα βιώσουν δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη.
Η σύγκρουση ανάμεσα στη δημοκρατία και στη δικτατορία στην πραγματικότητα δεν είναι μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά ηθικά συστήματα αλλά δύο διαφορετικά συστήματα επεξεργασίας δεδομένων. Η δημοκρατία κατανέμει ευρύτερα τις πληροφορίες και την επεξεργασία τους, άρα τις αποφάσεις και τις εξουσίες, ενώ η διδακτορία τις συγκεντρώνει σε λίγα χέρια. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί κάλλιστα να γείρει τη ζυγαριά προς τη δεύτερη, παρόλο που επιφανειακά θα παραμείνει η δημοκρατική πρόσοψη των ελεύθερων εκλογών ή των ελεύθερων καταναλωτικών και άλλων επιλογών (σε όσες χώρες υπάρχουν ήδη αυτές οι ελευθερίες…).
Στον 20ό αιώνα η τεχνολογία είχε λιγότερες δυνατότητες, πράγμα που ευνοούσε τη δημοκρατία. Κανείς και κανένα μηχάνημα δεν είχε την ικανότητα να επεξεργασθεί όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες γρήγορα και σωστά. Γι’ αυτό, άλλωστε, η Σοβιετική Ένωση με τον κεντρικό προγραμματισμό της υστερούσε οικονομικά και έπαιρνε χειρότερες αποφάσεις σε σχέση με τη Δύση που βασιζόταν στην αποκεντρωμένη ελεύθερη οικονομία.
Έξυπνη τεχνολογία για δικτατορίες
Όμως στον 21ο αιώνα η τεχνητή νοημοσύνη με τις πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες αρχίζει να γέρνει το εκκρεμές προς την πλευρά της δικτατορίας. Ένα κράτος μπορεί πλέον πιο εύκολα να είναι μοντέρνο, παραγωγικό και αυταρχικό, καθώς τεράστιοι όγκοι δεδομένων είναι δυνατό να υποστούν επεξεργασία κεντρικά. Όσα περισσότερα στοιχεία έχει ένας αλγόριθμος στη διάθεσή του, τόσο καλύτερα δουλεύει. Έτσι, τα συγκεντρωτικά συστήματα ίσως αποδειχθούν τελικά πιο αποδοτικά από τα αποκεντρωμένα.
Μια αυταρχική κυβέρνηση π.χ. που θα διατάξει τους πολίτες της να δώσουν δείγματα DNA και άλλα προσωπικά ιατρικά δεδομένα σε μια κεντρική βάση δεδομένων, θα έχει τεράστιο πλεονέκτημα έναντι άλλων χωρών που διαφυλάσσουν τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών τους.
Παράλληλα, χάρη στη νέα τεχνολογία θα ενταθούν οι προσπάθειες να επηρεασθούν τα συναισθήματα και οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Έτσι, η δημοκρατία θα μεταλλαχθεί σε ένα «κουκλοθέατρο», όπου κάποιες ελίτ αφανώς θα έχουν την τεχνολογική δυνατότητα να χειραγωγούν τους πολίτες-ψηφοφόρους, π.χ. χάρη σε εντεταλμένες ορδές από ρομπότ λογισμικού (bots), που θα περιφέρονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να «πουλήσουν» μια ιδεολογία, έναν πολιτικό ή μία ψευδή είδηση. Ήδη έχουμε πάρει μια πρόγευση περί αυτού.
Ασφαλώς ορισμένες νέες τεχνολογίες, όπως το blockchain (η βάση των κρυπτονομισμάτων), ευνοούν την αποκέντρωση των πληροφοριών, των διαδικασιών και των εξουσιών, αλλά είναι αβέβαιο κατά πόσο όντως θα αντισταθμίσουν τη συγκεντρωτική τάση της τεχνολογίας. Ο Χαράρι θυμίζει ότι και το Ίντερνετ αρχικά είχε εξυμνηθεί ως ελευθεριακή πανάκεια, αλλά σήμερα περισσότερο στηρίζει την συγκεντρωτική εξουσία, παρά απελευθερώνει τους ανθρώπους.
Ακόμη κι αν κάποιες κοινωνίες παραμείνουν επιφανειακά δημοκρατικές, οι ολοένα αποτελεσματικότεροι αλγόριθμοι που θα «τρυπώσουν» παντού, θα μεταφέρουν ολοένα περισσότερη εξουσία από τους μεμονωμένους ανθρώπους στις δικτυωμένες έξυπνες μηχανές, ιδίως όταν επεκταθεί το Διαδίκτυο των Πραγμάτων.
Μάλιστα, πιθανότατα οι περισσότεροι άνθρωποι πρόθυμα θα παραδώσουν στους αλγόριθμους ολοένα μεγαλύτερη εξουσία πάνω στις ζωές τους, όταν πια έχουν πεισθεί από προσωπική εμπειρία ότι μπορούν να εμπιστευθούν την τεχνητή νοημοσύνη περισσότερο από την ανθρώπινη. Αν π.χ. τα αυτόνομα οχήματα στους δρόμους κάνουν λιγότερα ατυχήματα από τους ανθρώπους οδηγούς ή αν οι υπολογιστές κάνουν ταχύτερες και ακριβέστερες ιατρικές διαγνώσεις.
Ήδη χρειάσθηκαν μόνο δύο δεκαετίες, θυμίζει ο Χαράρι, ώστε δισεκατομμύρια άνθρωποι να εμπιστεύονται τον αλγόριθμο αναζήτησης της Google για να βρίσκουν αξιόπιστες πληροφορίες ή για να τους καθοδηγεί τυφλά σε μια πόλη προκειμένου να φθάσουν στον προορισμό τους.
Το κεντρικό δόγμα της δημοκρατίας και του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς είναι ότι στο επίκεντρο βρίσκεται το αυτόνομο άτομο με τις ελεύθερες επιλογές του που παίρνει αποφάσεις. Αλλά η τεχνητή νοημοσύνη έρχεται να υποσκάψει αυτό ακριβώς το δόγμα, διεκδικώντας αυτή το δικαίωμα να παίρνει για λογαριασμό των ανθρώπων καλύτερες αποφάσεις για την υγεία τους, τη μόρφωσή τους, την ασφάλειά τους, την εργασία τους, ακόμη και για την ανεύρεση συντρόφου. Κάπως έτσι, προειδοποιεί ο Χαράρι, ίσως φθάσει μια στιγμή που οι ελεύθερες εκλογές και οι ελεύθερες αγορές θα χάσουν πια το νόημά τους…
Τι μπορεί να γίνει; Μεταξύ άλλων, προτείνει να δοθεί προτεραιότητα στην κατανόηση του τρόπου που λειτουργεί ο ανθρώπινος νους και η συνείδηση, ώστε να καλλιεργηθεί η σοφία και η συμπόνια, ενώ παράλληλα να δοθεί σκληρή πολιτική μάχη για να τεθεί υπό κοινωνικό έλεγχο η κατοχή και κυκλοφορία των δεδομένων.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Υ.Γ. Αν και θα θέλαμε να αποφύγουμε την αντιγραφή άρθρων που προέρχονται από σελίδες με πνευματικά δικαιώματα, με το ΑΠΕ-ΜΠΕ είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα, καθώς “τροφοδοτεί” όλο τον ηλεκτρονικό τύπο, από την “σοβαρή” “καθημερινή” και το πρώτο σε επισκεψιμότητα “θέμα” μέχρι τις πιο “εναλλακτικές” σελίδες. Αντιγράφουν και επικολλούν το σύνολο σχεδόν της ειδησεογραφίας πάνω σε όλα τα αντικείμενα και με 5-10 άρθρα δικά τους παρουσιάζουν μια ροή ειδήσεων σχεδόν όλη τη μέρα, και αρκετά συχνά το πρακτορείο δεν αναφέρεται καν ως πηγή ακόμη ακόμη και σε άρθρα που δεν έχει αλλάξει ούτε τόνος από τον τίτλο. Επομένως, αν όλες αυτές οι σελίδες που έχουν ως άμεσο σκοπό το κέρδος “ασκούν” έτσι δημοσιογραφία, τότε κάπως δικαιολογούμαστε κι εμείς που το κάνουμε για την πραγματική αξία της γνώσης, πόσο μάλλον όταν έχουμε περιπτώσεις αξιοπρόσεκτων συγγραφέων που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ή εφιστούν την προσοχή μας πάνω σε κάποια σημαντικά ζητήματα.
Αποσύρουν το παραμύθι της κοκκινοσκουφίτσας, από τις βιβλιοθήκες της Βαρκελώνης, λόγω σεξιστικού περιεχομένου. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, όλα ξεκίνησαν από το σχολείο Taber, το οποίο αφαίρεσε 200 βιβλία από την βιβλιοθήκη του, ανάμεσα τους και «η Κοκκινοσκουφίτσα».
Η βιβλιοθήκη του συγκεκριμένου σχολείου εξετάστηκε από το Associació Espai i Lleure ως μέρος ενός έργου που στοχεύει να αναδείξει το κρυμμένο σεξιστικό περιεχόμενο των βιβλίων. Οι ειδικοί συμπέραναν ότι το 30% των ιστοριών έχουν σεξιστικό περιεχόμενο και στερεότυπα χωρίς καμία παιδαγωγική αξία. Βάσει της έρευνας, οι συγκεκριμένες απεικονίσεις σχέσεων και συμπεριφορών θα οδηγήσουν τα παιδιά να τις θεωρήσουν φυσιολογικές στο μέλλον. Ζητήματα ταυτότητας και φύλου πρέπει να αναφέρονται με μεγάλη προσοχή στις ιστορίες που προορίζονται για παιδιά. Ο τρόπος με τον οποίο πολλά παιδιά βιβλία διαχειρίζονται το ζήτημα του φύλου, του «δυνατού» αγοριού και του λιγότερο δυνατού κοριτσιού, όπως και το θέμα της αρρενωπότητας στέλνει ένα μήνυμα για τη βία του δυνατού απέναντι στον αδύναμο.
Ειλικρινά, δε μπορώ ούτε να το διαχειριστώ, ούτε να βρω αιτία. Τόσοι αγώνες για τη χειραφέτηση και τα δικαιώματα μας… πήγαν στράφι. Ντρέπομαι για το φύλο μου, αυτό που κάποτε προσδιοριζόταν ως δεύτερο. Αποκτήσαμε τα δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι, δυνατότητα μόρφωσης, ανεξαρτησία. Στο πέρασμα των χρόνων, βρήκαμε θέση στην κοινωνία. Πάψαμε να αντιμετωπιζόμαστε ως υποδεέστερες. Γυναίκες καταλαμβάνουν – κερδίζουν ενεργό ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις. Διαπρέπουμε ως επιστήμονες, κάνουμε καριέρα. Η «φωνή» και η άποψή μας ακούγονται. Θαυμαζόμαστε από ένα άξιο ποσοστό ανδρών για την ικανότητά μας να συνδυάζουμε την εργασία με τη φροντίδα της οικογένειας. Κι όμως επιδιώκουμε να γίνουμε ένα μάτσο κομπλεξικες που βλέπουμε παντού σεξιστικές αναφορές.
Δεν μας υποτιμούν οι άντρες. Μόνες μας υποτιμούμε τη φύση και την υπόσταση μας. Διαγράφουμε όσα κατακτήθηκαν, όσα αποτελούν –σήμερα- την καθημερινότητά μας. Και αηδιάζω! Αισθάνομαι πως καλούμαι να αποδείξω το αυτονόητο, πως είμαι ισότιμη με οποιονδήποτε άντρα. Όχι σε κάποια τριτοκοσμική χώρα. Εδώ, στην Ευρώπη. Τι να αποδείξω, ότι υπάρχω μέσα σε μια κοινωνία και έχω τις ίδιες ευκαιρίες με έναν άντρα; Σε ποιον; Σε αυτόν που με αντιμετωπίζει ως ίση προς ίσο; Τι ακριβώς καλούμαι να διεκδικήσω; Αυτά που ήδη έχω; Για τι να διαμαρτυρηθώ; Για κάτι που δεν υφίσταται;
Το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας γράφτηκε από τον Γάλλο Σαρλ Περώ, το 1697. Ανάθεμά με, αν έστω ένας άνδρας, στον κόσμο, απέκτησε στερεοτυπικές απόψεις εξ αιτίας του ή μια γυναίκα αισθάνθηκε λιγότερο δυνατή απ’ όσο ήταν. Και για να είμαστε ειλικρινείς, οι γυναίκες είμαστε πιο αδύναμες –κυριολεκτικά- από το έτερο φύλο. Δεν έχουμε τον ίδιο σκελετό, ούτε το ίδιο μυϊκό σύστημα.
Κατά τη γνώμη μου, το συγκεκριμένο παραμύθι, αλλά και οποιοδήποτε άλλο είναι πολύτιμα για τη διαπαιδαγώγηση ενός νηπίου. Το βοηθούν να κατανοήσει πως ελλοχεύουν κίνδυνοι, πως πρέπει να αυτοπροστατεύεται και να προστατεύει. Εκεί που οι άλλοι βλέπουν ζητήματα ταυτότητας, εγώ βλέπω ιστορίες που αντικατοπτρίζουν «τον καλό και τον κακό», που υπάρχουν πράγματι στον κόσμο. Χωρίς το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας, τα κοριτσάκια και τα αγοράκια θα είχαν άγνοια κινδύνου, θα ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα του κάθε ύπουλου παιδεραστή.
Η Σιμόν ντε Μπουβουάρ έλεγε πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Με λίγα λόγια, αν εμείς συμπεριφερόμαστε ως κατώτερα όντα, τότε θα είμαστε κατώτερες. Αν -σήμερα- κάνουμε λόγο για σεξισμό και καταπίεση, θα μας συμπεριφερθούν καταπιεστικά και σεξιστικά… Δεν έχει σημασία τι είμαστε στην πραγματικότητα αλλά ως τι θέλουμε να υπάρχουμε μέσα στην κοινωνία. Η αντίληψη πως επικρατεί σεξισμός και αυτές οι φοβικές συμπεριφορές θα οδηγήσουν σε παρέκκλιση από την κανονικότητα μας.
Αν υπήρχε σήμερα σοβαρό κίνημα φεμινισμού (και όχι μερικές χιλιάδες μισότρελων γυναικών) θα καταδίκαζε αυτά τα φαινόμενα που μόνο πίσω μας πάνε.
Όλες αυτές που θίγονται από μελιτζάνες και κοκκινοσκουφίτσες ας ενδιαφερθούν και να δραστηριοποιηθούν για τις γυναίκες της Αφρικής, οι οποίες ανταλλάσσονται –ακόμα- με γιδοπρόβατα και υπόκεινται σε κλειτοριδεκτομή. Κι εδώ, στην Ελλάδα, ας λάβουν δράση για όσες γυναίκες ξυλοκοπούνται αγρίως, σε χωριά. Το να επικροτείς λόγια σπουδαίων φεμινιστριών, δεν καθιστά απαραίτητο πως πρέπει να τα ασπαστείς, σε μια περίοδο που είναι άχρηστα και αχρείαστα.
Η φιλοφρόνηση, το φλερτ πηγάζουν από το ένστικτο του ζευγαρώματος. Φυσικά, λοιπόν, κάποιος που θα προθυμοποιηθεί να κεράσει, επιδιώκοντας να βρει το ταίρι του… θα αποσυρθεί όταν αντιληφθεί πως είναι ήδη ζευγαρωμένο. Δύο επιστήμες έχουν αποφανθεί γι’ αυτά… η Ανθρωπολογία και η Χημεία. Ωστόσο, στον παρανομαστή του ζητήματος πρέπει να προσθέσουμε και το γεγονός πως αν δεν υποχωρούσε, θα κάναμε λόγο για άτομο θρασύ.
Προσωπικά, και μελιτζάνες τρώω και κεράσματα δέχομαι και με παραμύθια που έχουν κακούς λύκους μεγάλωσα αλλά δεν έχω αισθανθεί ποτέ πως έτυχα θύμα σεξισμού. Προσβολών, κακόβουλων σχολίων, κριτικής: Ναι! Όμως δεν ήταν εξ αιτίας του φύλου μου, αλλά των ενεργειών και των λεγόμενων μου. Ήταν κριτική και αντιδράσεις που προέκυψαν από την προσωπικότητα, την οποία έχω αναπτύξει. Κρίνουμε και κρινόμαστε, ακριβώς όπως επιθυμούμε, επί ίσοις όροις για τα πεπραγμένα μας. Κανένα παραμύθι δεν θα δώσει το δικαίωμα να υποτιμήσουν, στο μέλλον, μια γυναίκα, αν η ίδια γνωρίζει ποια είναι. Κανένα παραμύθι δεν θα ωθήσει μια γυναίκα να νιώσει «αδύναμη», παρείσακτη, παραγκωνισμένη, αν η ίδια γνωρίζει ποια «εφόδια» κουβαλά πάνω της.
Στη φωτογραφία είναι μια μικρή Σομαλή, κατά την κλειτοριδεκτομή της. Της κρατούν κλειστά τα μάτια, για να μη βλέπει τον ακρωτηριασμό της. Σφαδάζει από τον πόνο, όσο της κόβουν με ένα βρώμικο ξυράφι και χωρίς αναισθησία την κλειτορίδα της, επειδή πιστεύουν πως δεν έχει δικαίωμα στην απόλαυση του σεξ και είναι μόνο ένα αναπαραγωγικό ον.
Αυτή είναι η εικόνα που καλούμαστε να εξαφανίσουμε από τον παγκόσμιο χάρτη, κι όχι εκείνη της χαριτωμένης παιδούλας που τριγυρνά ρωτώντας «Λύκε – λύκε είσαι εδώ;» Αν είχα παιδί, θα ήθελα να έχει πάντα την έγνοια του στον «λύκο» που παραμονεύει.
"Παραμένω αναρχικός για να μπορώ να δοξολογώ την Παράδοση. Χωρίς την Παράδοση δεν μπορείς να κάνεις ούτε βήμα. Δεν την αντιμετωπίζω, όμως σαν αγία των αγίων. Πολλά πράγματα της παράδοσής μας έχουν πεθάνει για πάντα. Άλλα πάλι επιζήσανε με διαφορετική μορφή. Οι νέοι μας για παράδειγμα, δεν καταλαβαίνουν ότι το τσίπουρο είναι καλύτερο απο το ουίσκι. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι γέροι φαντάζονται ότι προπολεμικώς ζούσαμε καλύτερα. Εξετάζω την Παράδοση σημαίνει προσπαθώ να κατανοήσω το Σήμερα" - Ηλίας Πετρόπουλος.
Όλες οι επαναστάσεις καταλήγουν στην κατάκτηση της ανεγκέφαλης Κυρίας. Της Εξουσίας. Αυτή η κατάκτηση, ως γνωστόν, δημιουργεί Δίκαιον, μακράν των ονειρικών στόχων μιας επανάστασης. Οι άνθρωποι που προκύπτουν από μία επανάσταση, περιέχουν τα ίδια συστατικά με τους αποχωρήσαντες ή τους ηττηθέντες (...). Χρειάζεται ισχυρή παιδεία για ν' ανθέξει κανείς στην έννοια της Εξουσίας και της επιτυχίας. - Mάνος Χατζιδάκις
Πρόσφατα σχόλια